ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ - ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΡΠΟΥΖΟΣ

Η αυγή της Σκέψης : Ηράκλειτος και Παρμενίδης

About

 Ο ρυθμός της ηρακλειτικής διαισθητικής και ενορατικής διαλεκτικής δεν είναι τριαδικός, όπως αργότερα στον ορθολογικό ιδεαλισμό του Hegel [θέση-αντίθεση-σύνθεση], αλλά δυαδικός και η σκέψη του ενώνει τα αντίθετα χωρίς να τα ταυτίζει ή να τα συνθέτει. Ο Ηράκλειτος δε στοχάζεται μέσα στα πλαίσια της τυπικής και εννοιοκρατικής λογικής, δε δεσμεύεται από την αξιωματικά θεσπισμένη λογική δομή της γλώσσας, δε διατυπώνει θεωρησιακές προτάσεις και κατηγορηματικές κρίσεις οι οποίες να θεμελιώνονται στην κυριαρχία του συνδετικού ρήματος «εστί». Τα παραπάνω γνωρίσματα της οντολογικής λογικής, τα οποία καθόρισαν την ιστορία της Δύσης και της μεταφυσικής της, έχουν αφετηρία τις αναζητήσεις του Ζήνωνα και ολοκληρώνονται από τον Αριστοτέλη με τη κατασκευή του αξιωματικού συστήματος της τυπικής λογικής, η οποία έχει ως πυρήνα της την αρχή της ταυτότητας της μη αντίφασης και την κατηγορηματική δομή της πρότασης. Η τυπική λογική, η οποία χειρίζεται ήδη διαμορφωμένες νοητικά και επεξεργασμένες νοηματικά έννοιες, διακρίνει δύο τύπους αντίθεσης των εννοιών: αντίθετες έννοιες (άσπρο-μαύρο) και αντιφατικές (άσπρο-μη άσπρο). Ο Ηράκλειτος στρέφεται στον Κόσμο ερωτηματικά, θεωρεί ότι ο Κόσμος αποτελεί μια αινιγματική ερώτηση που διατηρείται δραματικά ανοιχτή, υποψιάζεται ότι ο Κόσμος μας απευθύνει μια ερώτηση μονοσήμαντη όσο και πολυσήμαντη, η οποία επιδέχεται διερευνητικών και στοχαστικών απαντήσεων.

Αν ο Ηράκλειτος ονομάζει το Εν-Όλον, το Είναι εν τω Γίγνεσθαι του Κόσμου, ο Παρμενίδης ονομάζει το Εν-Όλον ως Είναι και το διακρίνει από το μη Είναι (μηδέν). Τo Είναι είναι αδιαίρετο, ακίνητο και αμετάβλητο. Για πρώτη φορά ερευνάται η αλήθεια με οντολογικά κριτήρια και για πρώτη φορά ορίζεται ένας ανεξάρτητος από τις αισθήσεις, νοητός κόσμος, ο οποίος θεωρείται πραγματικός. Η Παρμενίδεια αυτή θεώρηση εδράζεται στο μεταφυσικό επιχείρημα ότι «έστι γαρ είναι, μηδέν δ΄ουκ έστιν». Στο ποίημά του «Περί φύσεως», θεωρεί ότι το Πραγματικό βρίσκεται στο Εν (Είναι) και όχι στο Πολλαπλό των ποικίλων και μεταβαλλόμενων όντων (Γίγνεσθαι).

«Το Είναι όντως είναι, ενώ το μηδέν δεν είναι».

Η παραγωγική επιχειρηματολογία που καταστρώνει για να τεκμηριώσει λογικά την αγέννητη, άφθαρτη και αιώνια ύπαρξη του Είναι μπορεί να συνοψισθεί: Το Είναι είναι αγέννητο και αυτό μπορεί να αποδειχθεί με δύο παράλληλες συλλογιστικές τροχιές: α) Αν είχε μια Αρχή το Είναι, θα έπρεπε να προέρχεται είτε από το μη Είναι είτε από το Είναι. Αλλά από το μη Είναι δεν μπορεί να προέρχεται γιατί το μη Είναι είναι ανύπαρκτο και αδιανόητο και επίσης γιατί ακόμα και έαν υπήρχε το μη Είναι δε θα υπήρχε κανένας αποχρών λόγος (καμμιά αιτία) από το μη Είναι να προκύψει κάποιο ον. Από την άλλη πλευρά, το Είναι είναι αδύνατο να προέρχεται από το Είναι γιατί αυτό θα προϋπόθετε ένα άλλο Είναι, πέραν από το πρώτο Είναι και αυτή η διαδικασία θα συνέχιζε στο άπειρο. Κατά τον ίδιο τρόπο, αποδεικνύει ο Παρμενίδης ότι το Είναι δεν έχει τέλος γιατί το τέλος του θα σήμανε την μετάβασή του στο μηδέν, άρα μια τέτοια μετάβαση είναι ανύπαρκτη.